Bark Psychosis – Hex (1994)
[Circa]
Ναι, το “Hex” είναι το album για το οποίο ο Βρετανός μουσικοκριτικός Simon Reynolds χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο post-rock, προσπαθώντας να περιγράψει την μουσική του, στα πλαίσια της παρουσίασης στο περιοδικό Mojo*. Πέρα από αυτή την πρωτοπορία το “Hex” είναι ουσιαστικά η συνέχεια του έργου που ξεκίνησαν -οι επίσης Λονδρέζοι- Talk Talk με τα “Spirit of Eden” και “Laughing Stock”. Η σύνδεση μάλιστα γίνεται ακόμη πιο έντονη με τη συμμετοχή του drummer των Talk Talk, Lee Harris στις ηχογραφήσεις του “Hex”. Βέβαια, αν προσπαθήσουμε να μειώσουμε την αξία αυτού του album λόγω αυτής της σύνδεσης, θα ήταν πέρα για πέρα άδικο αλλά και ανούσιο.
Είναι πολύ σημαντικό για να κατανοήσουμε το πως οι Bark Psychosis και κυρίως ο mainman του group Graham Sutton, οδηγήθηκαν στην δημιουργία του album αυτού. Να δούμε πως από το dark wave των Cocteau Twins και το shoegaze που φαινόταν να τους καθοδηγούσε στα πρώτα τους ep (“All Different Things”, “Nothing Feels”, “Manman”) έφτασαν το 1992 να κυκλοφορήσουν το ambient 21λεπτο Scum και στην συνέχεια να φτάσουν στο απόγειο του συνθετικού και καλλιτεχνικού τους οίστρου με το “Hex”.
Τον αναβρασμό του punk στα τέλη των 70s έχει αντικαταστήσει στο τέλος της επόμενης δεκαετίας, η έκρηξη του Acid House. Το Madchester, το “Δεύτερο καλοκαίρι της Αγάπης” 1988-1989(το πρώτο ήταν στα 70s με την επανάσταση των hippies), το rave και το MDMA(Ecstasy) έχει μετατρέψει την Αγγλία σε ένα χωνευτήρι ήχων και πειραματισμού και η εξάπλωση της ηλεκτρονικής-χορευτικής μουσικής με την ψυχεδελίζουσα προσέγγισή της, έχουν σαν αποτέλεσμα τη συνεχή παραγωγή νέων μουσικών ειδών και σκηνών που διήρκησε μέχρι και το τέλος της επόμενης δεκαετίας(acid jazz, trip-hop, drum n bass, big beat, idm, κ.τ.λ. ).
Ο Sutton σχολιάζοντας στο περιοδικό Weedbus** το 1994 στον Jonathan Greer, δείχνει να έχει επηρεαστεί ιδιαίτερα από όλη αυτή την μουσική εξέλιξη. “Είχα ένα τρέμολο, ένα chorus και ένα delay. Αυτά και μόνο. Αλλά πραγματικά δεν έχω παίξει πολύ κιθάρα τον τελευταίο χρόνο. Πιο πολύ ανακατευόμουν με samplers. Ενδιαφέρομαι περισσότερο στον αγνό ήχο παρά απλά σε μια κιθάρα ή οτιδήποτε τέτοιο”. Επίσης δείχνει ξεκάθαρα το ενδιαφέρον του αυτό, αλλά ταυτόχρονα εξηγώντας ουσιαστικά γιατί το “Hex” έχει αυτόν το ήχο, δηλώνει : “Ο χώρος της ambient μουσικής, με ενδιαφέρει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αλλά είναι ακόμη πολύ τυποποιημένος”.
Πως ηχεί λοιπόν το “Hex”; Οι Bark Psychosis στήνουν το σκελετό των κομματιών τους με τα κλασσικά όργανα: κιθάρα, πιάνο ή hammond. To εξαιρετικό jazzy rhythm section, με τα τύμπανα να έχουν τον θεϊκό ήχο που είχαμε συναντήσει και στο “Laughing Stock” των Talk Talk (ο Lee Harris που λέγαμε πιο πριν...) βάζει γερές βάσεις στο αιθέριο και νωχελικό ταξίδι που δημιουργούν οι υπόλοιποι ήχοι που χρησιμοποιούνται, είτε προέρχονται από συμβατικά όργανα, είτε είναι δημιουργίες υπολογιστών απόλυτα δεμένες στο μουσικό περιβάλλον του “Hex” και όχι απλά με μια ψυχρή ηλεκτρονική λογική.
Το μπέρδεμα των μελωδιών και η ανάπτυξη των κομματιών με πολλαπλά στρώματα (layers), τα έγχορδα και πνευστά, όπως βιμπράφωνο, βιολί, τρομπέτα, τσέλο, φλάουτο και άλλα που παρεμβάλλονται με αρκετά κινηματογραφικό τρόπο, δίνουν αυτή την ambient προοπτική, ενώ το συνεσταλμένο crooning που χρησιμοποιεί ο Sutton για να απλώσει τις αισθαντικές ιστορίες του οδηγεί σε μια εμπειρία λουσμένη στο φως (το πρώτο πρωινό μάλλον). Στο εκπληκτικό ηχητικό αποτέλεσμα εκτός από την μεγάλη επιμονή στη τελειότητα των Bark Psychosis, έχει συνεισφέρει οπωσδήποτε και η ιδέα τους να ηχογραφήσουν κάποια μέρη μέσα σε καθεδρικό ναό(κάτι που είχαν ξανακάνει στο “Scum”) για να επιτύχουν φυσικότερο βάθος αλλά και πιο πλούσιες αρμονικές.
Το αποτέλεσμα είναι πραγματικά ένα λαμπρό διαμαντάκι που ως συνήθως παραγνωρίστηκε στην κυκλοφορία του αλλά ανέκτησε μετά από χρόνια τη θέση του στο μουσικό γίγνεσθαι.
* http://en.wikipedia.org/wiki/Bark_Psychosis
** http://jonathan.greer.users.btopenworld.com/interviews/barkpsychosis.html
[Circa]
Ναι, το “Hex” είναι το album για το οποίο ο Βρετανός μουσικοκριτικός Simon Reynolds χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο post-rock, προσπαθώντας να περιγράψει την μουσική του, στα πλαίσια της παρουσίασης στο περιοδικό Mojo*. Πέρα από αυτή την πρωτοπορία το “Hex” είναι ουσιαστικά η συνέχεια του έργου που ξεκίνησαν -οι επίσης Λονδρέζοι- Talk Talk με τα “Spirit of Eden” και “Laughing Stock”. Η σύνδεση μάλιστα γίνεται ακόμη πιο έντονη με τη συμμετοχή του drummer των Talk Talk, Lee Harris στις ηχογραφήσεις του “Hex”. Βέβαια, αν προσπαθήσουμε να μειώσουμε την αξία αυτού του album λόγω αυτής της σύνδεσης, θα ήταν πέρα για πέρα άδικο αλλά και ανούσιο.
Είναι πολύ σημαντικό για να κατανοήσουμε το πως οι Bark Psychosis και κυρίως ο mainman του group Graham Sutton, οδηγήθηκαν στην δημιουργία του album αυτού. Να δούμε πως από το dark wave των Cocteau Twins και το shoegaze που φαινόταν να τους καθοδηγούσε στα πρώτα τους ep (“All Different Things”, “Nothing Feels”, “Manman”) έφτασαν το 1992 να κυκλοφορήσουν το ambient 21λεπτο Scum και στην συνέχεια να φτάσουν στο απόγειο του συνθετικού και καλλιτεχνικού τους οίστρου με το “Hex”.
Τον αναβρασμό του punk στα τέλη των 70s έχει αντικαταστήσει στο τέλος της επόμενης δεκαετίας, η έκρηξη του Acid House. Το Madchester, το “Δεύτερο καλοκαίρι της Αγάπης” 1988-1989(το πρώτο ήταν στα 70s με την επανάσταση των hippies), το rave και το MDMA(Ecstasy) έχει μετατρέψει την Αγγλία σε ένα χωνευτήρι ήχων και πειραματισμού και η εξάπλωση της ηλεκτρονικής-χορευτικής μουσικής με την ψυχεδελίζουσα προσέγγισή της, έχουν σαν αποτέλεσμα τη συνεχή παραγωγή νέων μουσικών ειδών και σκηνών που διήρκησε μέχρι και το τέλος της επόμενης δεκαετίας(acid jazz, trip-hop, drum n bass, big beat, idm, κ.τ.λ. ).
Ο Sutton σχολιάζοντας στο περιοδικό Weedbus** το 1994 στον Jonathan Greer, δείχνει να έχει επηρεαστεί ιδιαίτερα από όλη αυτή την μουσική εξέλιξη. “Είχα ένα τρέμολο, ένα chorus και ένα delay. Αυτά και μόνο. Αλλά πραγματικά δεν έχω παίξει πολύ κιθάρα τον τελευταίο χρόνο. Πιο πολύ ανακατευόμουν με samplers. Ενδιαφέρομαι περισσότερο στον αγνό ήχο παρά απλά σε μια κιθάρα ή οτιδήποτε τέτοιο”. Επίσης δείχνει ξεκάθαρα το ενδιαφέρον του αυτό, αλλά ταυτόχρονα εξηγώντας ουσιαστικά γιατί το “Hex” έχει αυτόν το ήχο, δηλώνει : “Ο χώρος της ambient μουσικής, με ενδιαφέρει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αλλά είναι ακόμη πολύ τυποποιημένος”.
Πως ηχεί λοιπόν το “Hex”; Οι Bark Psychosis στήνουν το σκελετό των κομματιών τους με τα κλασσικά όργανα: κιθάρα, πιάνο ή hammond. To εξαιρετικό jazzy rhythm section, με τα τύμπανα να έχουν τον θεϊκό ήχο που είχαμε συναντήσει και στο “Laughing Stock” των Talk Talk (ο Lee Harris που λέγαμε πιο πριν...) βάζει γερές βάσεις στο αιθέριο και νωχελικό ταξίδι που δημιουργούν οι υπόλοιποι ήχοι που χρησιμοποιούνται, είτε προέρχονται από συμβατικά όργανα, είτε είναι δημιουργίες υπολογιστών απόλυτα δεμένες στο μουσικό περιβάλλον του “Hex” και όχι απλά με μια ψυχρή ηλεκτρονική λογική.
Το μπέρδεμα των μελωδιών και η ανάπτυξη των κομματιών με πολλαπλά στρώματα (layers), τα έγχορδα και πνευστά, όπως βιμπράφωνο, βιολί, τρομπέτα, τσέλο, φλάουτο και άλλα που παρεμβάλλονται με αρκετά κινηματογραφικό τρόπο, δίνουν αυτή την ambient προοπτική, ενώ το συνεσταλμένο crooning που χρησιμοποιεί ο Sutton για να απλώσει τις αισθαντικές ιστορίες του οδηγεί σε μια εμπειρία λουσμένη στο φως (το πρώτο πρωινό μάλλον). Στο εκπληκτικό ηχητικό αποτέλεσμα εκτός από την μεγάλη επιμονή στη τελειότητα των Bark Psychosis, έχει συνεισφέρει οπωσδήποτε και η ιδέα τους να ηχογραφήσουν κάποια μέρη μέσα σε καθεδρικό ναό(κάτι που είχαν ξανακάνει στο “Scum”) για να επιτύχουν φυσικότερο βάθος αλλά και πιο πλούσιες αρμονικές.
Το αποτέλεσμα είναι πραγματικά ένα λαμπρό διαμαντάκι που ως συνήθως παραγνωρίστηκε στην κυκλοφορία του αλλά ανέκτησε μετά από χρόνια τη θέση του στο μουσικό γίγνεσθαι.
* http://en.wikipedia.org/wiki/Bark_Psychosis
** http://jonathan.greer.users.btopenworld.com/interviews/barkpsychosis.html