Tortoise - Millions Now Living Will Never Die (1996)
[City Slang]
Κοιτάζοντας την συνολική πορεία των Tortoise, δύσκολα κάποιος θα τους χαρακτήριζε post-rock. Ωστόσο το “Millions Now Living Will Never Die” του 1996 αποτελεί θεμέλιο λίθο για το είδος.
Όταν πίσω στο 1990 ο Doug McCombs και ο John Herdon αποφάσισαν να δημιουργήσουν μια αυτόνομη rhythm section που θα μπορούσε να συμμετέχει σε διάφορα projects δεν φαινόταν να επιθυμούν να δημιουργήσουν κάποιο συγκρότημα με συγκεκριμένη φόρμα. Όμως η διάθεση τους για διαρκή πειραματισμό τους οδήγησε στο να αυτοσχεδιάζουν με μεγαλύτερη συχνότητα στο στούντιο μαζί με τους επίσης ντράμερ και μπασίστα των post-hardcore-αδων Bastro, John McEntire και Bundy K. Brown καθώς και τον περκασιονίστα Dan Bitney.
Έχοντας στην πλάτη τους αρκετή προϋπηρεσία στην ανεξάρτητη σκηνή του Chicago, σε διαφόρων ειδών μπάντες όπως οι Bastro ή οι αφανείς indie rock-ερς Eleventh Dream Day και λειτουργώντας περισσότερο σαν κολεκτίβα το νέο αυτό σύνολο οδηγήθηκε σε ένα ήχο αρκετά διαφορετικό απ΄ ότι είχαν κάνει στο παρελθόν. Αν λάβουμε υπόψιν και το ιδιότυπο status quo που μετά την έκρηξη του grunge, ήθελε το εναλλακτικό rock(alternative rock: όρος που στα 90s μπορούσε να περιλαμβάνει από τους Cranberies ως τους Janes Addiction και από τους Therapy? μέχρι τους Ministry και τους Soundgarden) ελέω MTV να δεσπόζει, τότε ο ήχος του σχήματος όπως αποτυπώθηκε στο ομώνυμου ντεμπούτου των Tortoise φαινόταν να στοχεύει σε μια διάδοχη κατάσταση.
Ο μοναδικός ήχος του “Tortoise” που ενώ διατηρούσε μια rock αίσθηση, παρ όλη την αρκετά cool ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η ιδιότυπη σύνθεση του group(2 μπάσα και διάφορα κρουστά που εναλλάσονταν μεταξύ ντραμς, μαρίμπα και βιμπράφωνο) ήταν σίγουρα αρκετός για να ξεχωρίσει. Η φυγή του Brown, έφερε στην μπάντα τον David Pajo των ήδη διαλυμένων Slint, έβαλε στην συνάρτηση και την κιθάρα και τους οδήγησε στην δημιουργία ενός album που δύσκολα θα βρεθεί λίστα με τα σημαντικότερα των 90s που δεν θα το περιλαμβάνει.
Το “Millions Now Living Will Never Die” θα λέγαμε ότι οφείλει λοιπόν τον μύθο του καταρχήν στα βασικά συστατικά του και κατά δεύτερον στις επιρροές του. Δηλαδή στα μέλη της μπάντας που περιλάμβανε τόσο οξυδερκείς και ικανούς μουσικούς(πολυοργανίστες σχεδόν όλοι), έμπειρους αλλά και με ριζοσπαστική διάθεση. Με τουλάχιστον έναν υπεράνθρωπο στην μπάντα, τον John McEntire, του οποίου η μέρα έχει σίγουρα περισσότερες από 24 ώρες(υπερδραστήρια μορφή στη σκηνή του Chicago, που συμμετείχε σε αμέτρητες κυκλοφορίες, είτε σαν παραγωγός στους Stereolab, Gastr Del Sol, Red Krayola και τους Trans Am, είτε σαν μουσικός στους The Sea and Cake, Red Krayola, Seam, Come κ.α.) και σαφώς την ικανότητα να αποδομήσουν και να οργανώσουν τον μεγάλο αριθμό των ετερόκλητων επιρροών τους φτιάχνοντας κάτι που δεν ακούγεται σε καμία περίπτωση ρετρό, αλλά αντιθέτως φέρει τον αέρα του κάτι πολύ καινούργιου και δύσκολα κατατάξιμου.
Το επίκεντρο του ριζοσπαστικού μανιφέστου τους και αιχμή του δόρατος στην κατάργηση της συνηθισμένης rock φόρμας, που ακούει στο όνομα Djed και ανοίγει το album με την 21λεπτη διάρκεια αρκεί από μόνο του για να κάνει το “Millions...” σημείο αναφοράς. Υπνωτικό και ατμοσφαιρικό, το Djed μας ταξιδεύει πάνω από όλες τις επιρροές των δημιουργών του. Είτε είναι το πιο προφανές kraut rock των Can, των Neu! και των Faust, είτε ο Ennio Morricone και τα soundtracks των 60s. Το 70s progressive rock και το ambient του Eno, ο μινιμαλισμός και η Musique concrète.Το dub, η cool jazz του Davis ή και η house(το Chicago είναι η γενέτειρα
της house), αν και αμφότερες κάνουν πιο αισθητή την παρουσία τους στο επόμενο album των Tortoise, “TNT”. Το Djed διαρκεί όσο το μισό περίπου album όμως το διαρκές παιχνίδισμα των ήχων κάνει το άκουσμα του μετά τις πρώτες ακροάσεις σχεδόν ευκολομνημόνευτο.
Μετά από ένα τέτοιο συνοθύλευμα ιδεών και επιρροών, το λογικό θα ήταν οι Tortoise να επαναληφθούν στο υπόλοιπο του album. Σε καμιά περίπτωση!Το Glass Musuem είναι σίγουρα ένα από τα καλύτερα κομμάτια τους. Το πρώτο μέρος του κομματιού θα ήταν άνετα το soundtrack της κάθε αυγής αν αυτός ο μουντός κόσμος των πόλεων αποφάσιζε να βάλει ένα ηχοσύστημα πάνω από τα σύννεφα και ενώ στο 1:52 μέχρι το 2:40 φαίνεται να έχεις βρει ένα μέρος όπου το απαλό πρωινό χάδι του ήλιου απλώνεται μπροστά σου, φτάνει στο 3:10 για να τον τραβήξει μακριά, αναγκάζοντας σε να τον κυνηγήσεις με τη ματιά σου ανάμεσα στα κενά που αφήνουν τα ψηλά κτήρια, μέχρι να ξαναβρείς το σωστό μέρος...Αυτή η τακτική, δηλαδή η δημιουργία μιας όμορφα νωχελικής ατμόσφαιρας που διακόπτεται με ένα απότομο ξεσπάσμα, αρκετές φορές βίαια για να επαναφεθεί στο αρχικό μοτίβο, έγινε μανιέρα από τα μεταγενέστερα σχήματα. Θα μπορούσε να είναι και η εξέλιξη μιας εικόνας, ενός ερεθίσματος που στην θέα του η σκέψη για λίγο πλάθει την εξέλιξη/το ξετύλιγμα μιας ιστορίας (μιλάμε για μια μουσική που κατά βάση είναι προορισμένη να ντύσει εικόνες), αλλά μετά επανέρχεται στην πρώτη εικόνα χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί ουσιαστικά κάποια αλλαγή. Όπως ο σύγχρονος άνθρωπος που παρατηρεί, εκχωρεί το ερέθισμα στον ψυχικό του κόσμο, όπου αφήνεται σε εσωτερικές συναισθηματικές εκρήξεις αλλά στο τέλος επανέρχεται στην αδράνεια της παρατήρησης...
Ο διάλογος που στήνουν τα μπάσα στο A Survey που ακολουθεί είναι απλά μια γέφυρα από το Glass Museum στην αγχωτική και περιπετειώδη κρουστή-άσκηση του The Taut and Tame. Το συγκεκριμένο κομμάτι θεωρώ ότι επιβεβαιώνει την όλη μετά-κάτι ορολογία που ακολουθεί τους Tortoise και το “Millions...” ειδικότερα. Το Dear Grandma dear Grandpa είναι ξεκάθαρα ambient, minimal με ένα dub μπάσο να υποβόσκει και με ηλεκτρονικούς ήχους και πλήκτρα που μπορεί να ακούσει κανείς σε καθαρά ηλεκτρονικά σχήματα (προσωπικά μου θυμίζει την ατμόσφαιρα του In sides των Orbital της ίδιας χρονιάς).
Ο επίλογος, το Along the Bank of Rivers, για άλλη μια φορά μέσα στο album μας δίνει ένα ακόμα διαφορετικό πρόσωπο αυτής της ευφάνταστης μπάντας. Μελαγχολικό, μοναχικό, αργόσυρτο και συναισθηματικό, θα μπορούσε να είναι κινηματογραφικό θέμα για μια υποτιθέμενη ταινία. Με jazzy πλήκτρα και τύμπανα αλλά κυρίως με την Morricone-ική μελωδία που πλέκει ο David Pajo με την κιθάρα του, αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα καθώς σηκώνεται η βελόνα(ή τελειώνει η playlist στο mp3 player τέλος πάντων).
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι παρόμοια πράγματα έκανα οι Can και γενικότερα αρκετά krautrock σχήματα στα 70s, ή ακόμα και ο Miles Davis όταν πήρε την jazz, την ανακάτεψε με το rock και άλλαξε και τα δύο αυτά ιδιώματα μια για πάντα. Όμως οι Tortoise κατοχύρωσαν την θέση τους στην μουσική ιστορία σαν πιονέροι ενός ανανεώσιμου και ριζοσπαστικού κινήματος και αυτό δεν το έκαναν απλά αναπαράγοντας, αλλά φέρνοντας μια νέα οπτική στην μουσική. Μέσα από το καλειδοσκόπιο τους επανέφεραν την περιπέτεια και τον πειραματισμό στο rock, ενώ παράλληλα τόνισαν την σημασία του ήχου, την υφή και το τόνο του σε σχέση με την σύνθεση και την μελωδία. Την μεταβολή του όγκου της έντασης παρά της αλλαγής του βασικού κορμού ενός κομματιού. Οι Tortoise επηρέασαν αρκετά μεγάλο αριθμό σχημάτων που εμπνεύστηκαν από τον ήχο του “Millions...” και κατά κόρον χαρακτηρίστηκαν Post-Rock.
[City Slang]
Κοιτάζοντας την συνολική πορεία των Tortoise, δύσκολα κάποιος θα τους χαρακτήριζε post-rock. Ωστόσο το “Millions Now Living Will Never Die” του 1996 αποτελεί θεμέλιο λίθο για το είδος.
Όταν πίσω στο 1990 ο Doug McCombs και ο John Herdon αποφάσισαν να δημιουργήσουν μια αυτόνομη rhythm section που θα μπορούσε να συμμετέχει σε διάφορα projects δεν φαινόταν να επιθυμούν να δημιουργήσουν κάποιο συγκρότημα με συγκεκριμένη φόρμα. Όμως η διάθεση τους για διαρκή πειραματισμό τους οδήγησε στο να αυτοσχεδιάζουν με μεγαλύτερη συχνότητα στο στούντιο μαζί με τους επίσης ντράμερ και μπασίστα των post-hardcore-αδων Bastro, John McEntire και Bundy K. Brown καθώς και τον περκασιονίστα Dan Bitney.
Έχοντας στην πλάτη τους αρκετή προϋπηρεσία στην ανεξάρτητη σκηνή του Chicago, σε διαφόρων ειδών μπάντες όπως οι Bastro ή οι αφανείς indie rock-ερς Eleventh Dream Day και λειτουργώντας περισσότερο σαν κολεκτίβα το νέο αυτό σύνολο οδηγήθηκε σε ένα ήχο αρκετά διαφορετικό απ΄ ότι είχαν κάνει στο παρελθόν. Αν λάβουμε υπόψιν και το ιδιότυπο status quo που μετά την έκρηξη του grunge, ήθελε το εναλλακτικό rock(alternative rock: όρος που στα 90s μπορούσε να περιλαμβάνει από τους Cranberies ως τους Janes Addiction και από τους Therapy? μέχρι τους Ministry και τους Soundgarden) ελέω MTV να δεσπόζει, τότε ο ήχος του σχήματος όπως αποτυπώθηκε στο ομώνυμου ντεμπούτου των Tortoise φαινόταν να στοχεύει σε μια διάδοχη κατάσταση.
Ο μοναδικός ήχος του “Tortoise” που ενώ διατηρούσε μια rock αίσθηση, παρ όλη την αρκετά cool ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η ιδιότυπη σύνθεση του group(2 μπάσα και διάφορα κρουστά που εναλλάσονταν μεταξύ ντραμς, μαρίμπα και βιμπράφωνο) ήταν σίγουρα αρκετός για να ξεχωρίσει. Η φυγή του Brown, έφερε στην μπάντα τον David Pajo των ήδη διαλυμένων Slint, έβαλε στην συνάρτηση και την κιθάρα και τους οδήγησε στην δημιουργία ενός album που δύσκολα θα βρεθεί λίστα με τα σημαντικότερα των 90s που δεν θα το περιλαμβάνει.
Το “Millions Now Living Will Never Die” θα λέγαμε ότι οφείλει λοιπόν τον μύθο του καταρχήν στα βασικά συστατικά του και κατά δεύτερον στις επιρροές του. Δηλαδή στα μέλη της μπάντας που περιλάμβανε τόσο οξυδερκείς και ικανούς μουσικούς(πολυοργανίστες σχεδόν όλοι), έμπειρους αλλά και με ριζοσπαστική διάθεση. Με τουλάχιστον έναν υπεράνθρωπο στην μπάντα, τον John McEntire, του οποίου η μέρα έχει σίγουρα περισσότερες από 24 ώρες(υπερδραστήρια μορφή στη σκηνή του Chicago, που συμμετείχε σε αμέτρητες κυκλοφορίες, είτε σαν παραγωγός στους Stereolab, Gastr Del Sol, Red Krayola και τους Trans Am, είτε σαν μουσικός στους The Sea and Cake, Red Krayola, Seam, Come κ.α.) και σαφώς την ικανότητα να αποδομήσουν και να οργανώσουν τον μεγάλο αριθμό των ετερόκλητων επιρροών τους φτιάχνοντας κάτι που δεν ακούγεται σε καμία περίπτωση ρετρό, αλλά αντιθέτως φέρει τον αέρα του κάτι πολύ καινούργιου και δύσκολα κατατάξιμου.
Το επίκεντρο του ριζοσπαστικού μανιφέστου τους και αιχμή του δόρατος στην κατάργηση της συνηθισμένης rock φόρμας, που ακούει στο όνομα Djed και ανοίγει το album με την 21λεπτη διάρκεια αρκεί από μόνο του για να κάνει το “Millions...” σημείο αναφοράς. Υπνωτικό και ατμοσφαιρικό, το Djed μας ταξιδεύει πάνω από όλες τις επιρροές των δημιουργών του. Είτε είναι το πιο προφανές kraut rock των Can, των Neu! και των Faust, είτε ο Ennio Morricone και τα soundtracks των 60s. Το 70s progressive rock και το ambient του Eno, ο μινιμαλισμός και η Musique concrète.Το dub, η cool jazz του Davis ή και η house(το Chicago είναι η γενέτειρα
της house), αν και αμφότερες κάνουν πιο αισθητή την παρουσία τους στο επόμενο album των Tortoise, “TNT”. Το Djed διαρκεί όσο το μισό περίπου album όμως το διαρκές παιχνίδισμα των ήχων κάνει το άκουσμα του μετά τις πρώτες ακροάσεις σχεδόν ευκολομνημόνευτο.
Μετά από ένα τέτοιο συνοθύλευμα ιδεών και επιρροών, το λογικό θα ήταν οι Tortoise να επαναληφθούν στο υπόλοιπο του album. Σε καμιά περίπτωση!Το Glass Musuem είναι σίγουρα ένα από τα καλύτερα κομμάτια τους. Το πρώτο μέρος του κομματιού θα ήταν άνετα το soundtrack της κάθε αυγής αν αυτός ο μουντός κόσμος των πόλεων αποφάσιζε να βάλει ένα ηχοσύστημα πάνω από τα σύννεφα και ενώ στο 1:52 μέχρι το 2:40 φαίνεται να έχεις βρει ένα μέρος όπου το απαλό πρωινό χάδι του ήλιου απλώνεται μπροστά σου, φτάνει στο 3:10 για να τον τραβήξει μακριά, αναγκάζοντας σε να τον κυνηγήσεις με τη ματιά σου ανάμεσα στα κενά που αφήνουν τα ψηλά κτήρια, μέχρι να ξαναβρείς το σωστό μέρος...Αυτή η τακτική, δηλαδή η δημιουργία μιας όμορφα νωχελικής ατμόσφαιρας που διακόπτεται με ένα απότομο ξεσπάσμα, αρκετές φορές βίαια για να επαναφεθεί στο αρχικό μοτίβο, έγινε μανιέρα από τα μεταγενέστερα σχήματα. Θα μπορούσε να είναι και η εξέλιξη μιας εικόνας, ενός ερεθίσματος που στην θέα του η σκέψη για λίγο πλάθει την εξέλιξη/το ξετύλιγμα μιας ιστορίας (μιλάμε για μια μουσική που κατά βάση είναι προορισμένη να ντύσει εικόνες), αλλά μετά επανέρχεται στην πρώτη εικόνα χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί ουσιαστικά κάποια αλλαγή. Όπως ο σύγχρονος άνθρωπος που παρατηρεί, εκχωρεί το ερέθισμα στον ψυχικό του κόσμο, όπου αφήνεται σε εσωτερικές συναισθηματικές εκρήξεις αλλά στο τέλος επανέρχεται στην αδράνεια της παρατήρησης...
Ο διάλογος που στήνουν τα μπάσα στο A Survey που ακολουθεί είναι απλά μια γέφυρα από το Glass Museum στην αγχωτική και περιπετειώδη κρουστή-άσκηση του The Taut and Tame. Το συγκεκριμένο κομμάτι θεωρώ ότι επιβεβαιώνει την όλη μετά-κάτι ορολογία που ακολουθεί τους Tortoise και το “Millions...” ειδικότερα. Το Dear Grandma dear Grandpa είναι ξεκάθαρα ambient, minimal με ένα dub μπάσο να υποβόσκει και με ηλεκτρονικούς ήχους και πλήκτρα που μπορεί να ακούσει κανείς σε καθαρά ηλεκτρονικά σχήματα (προσωπικά μου θυμίζει την ατμόσφαιρα του In sides των Orbital της ίδιας χρονιάς).
Ο επίλογος, το Along the Bank of Rivers, για άλλη μια φορά μέσα στο album μας δίνει ένα ακόμα διαφορετικό πρόσωπο αυτής της ευφάνταστης μπάντας. Μελαγχολικό, μοναχικό, αργόσυρτο και συναισθηματικό, θα μπορούσε να είναι κινηματογραφικό θέμα για μια υποτιθέμενη ταινία. Με jazzy πλήκτρα και τύμπανα αλλά κυρίως με την Morricone-ική μελωδία που πλέκει ο David Pajo με την κιθάρα του, αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα καθώς σηκώνεται η βελόνα(ή τελειώνει η playlist στο mp3 player τέλος πάντων).
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι παρόμοια πράγματα έκανα οι Can και γενικότερα αρκετά krautrock σχήματα στα 70s, ή ακόμα και ο Miles Davis όταν πήρε την jazz, την ανακάτεψε με το rock και άλλαξε και τα δύο αυτά ιδιώματα μια για πάντα. Όμως οι Tortoise κατοχύρωσαν την θέση τους στην μουσική ιστορία σαν πιονέροι ενός ανανεώσιμου και ριζοσπαστικού κινήματος και αυτό δεν το έκαναν απλά αναπαράγοντας, αλλά φέρνοντας μια νέα οπτική στην μουσική. Μέσα από το καλειδοσκόπιο τους επανέφεραν την περιπέτεια και τον πειραματισμό στο rock, ενώ παράλληλα τόνισαν την σημασία του ήχου, την υφή και το τόνο του σε σχέση με την σύνθεση και την μελωδία. Την μεταβολή του όγκου της έντασης παρά της αλλαγής του βασικού κορμού ενός κομματιού. Οι Tortoise επηρέασαν αρκετά μεγάλο αριθμό σχημάτων που εμπνεύστηκαν από τον ήχο του “Millions...” και κατά κόρον χαρακτηρίστηκαν Post-Rock.