Neurosis @ Fuzz Club
Universe 217 | AgnesVein
03 Jul 2014
Δύο αναγκαίες αλλά μη ικανές συνθήκες για την ουσιαστική καλλιτεχνική επιβίωση είναι η αναζήτηση και η επιτακτικότητα. Αναζήτηση ως εύρεση του καινούριου, εξερεύνηση ορίων, επανεφεύρεση. Επιτακτικότητα ως αναγκαιότητα έκφρασης, δημιουργίας και εύρεσης μιας άλλης γλώσσας και σημειολογίας για την συναισθηματική έκφραση.
Συμβαίνει πολλές φορές στην κρίση μου για ένα έργο να ξεχνάω την αλληλένδετη σύνδεση αυτών των δύο δίνοντας βάρος στο καινούριο με τρόπο που δυστυχώς δίνει χώρο στον κυνισμό, πράγμα που σε αντίθεση με έναν υγιή σκεπτικισμό, δημιουργεί αρνητικές προκαταλήψεις, αντιδράσεις και γενικότερα ανισόρροπη κρίση. Κάπως έτσι οι σκέψεις οι οποίες είχα πριν τη συναυλία ήταν ένας συνδυασμός άρνησης: Neurosis εν έτει 2014, δηλαδή λίγο πολύ 10 - 15 χρόνια από τη συνθετική τους κορύφωση, μετριότατος (κατ' εμέ) τελευταίος δίσκος, απουσία Graham, σημάδια συχνά μιλώντας ενός συγκροτήματος που έχει κάνει τον κύκλο του.
Ο κυνισμός αυτός ωστόσο αφήνει παράγοντες αρκετά σημαντικούς απ' έξω. Ένας μέτριος ή κακός δίσκος δεν διαγράφει μια ιστορία που αποτελείται από εκφραστικούς θριάμβους, 15 χρόνια δεν συνεπάγονται συναισθηματική και δημιουργική κενότητα, η απουσία οπτικού υλικού ακόμα και με τον ρόλο που έπαιζε δεν σημαίνει και την αφαίρεση της ουσίας της ακουστικής εμπειρίας. Προφανή πράγματα όταν τα βλέπω πια γραμμένα, αλλά όπως είπα απλά μερικές φορές ξεχνάς. Σημεία των καιρών, ίσως, απόηχοι κολλημένων αντιλήψεων, ίσως, σημεία προς επαναξιολόγηση, σίγουρα.
Οι Neurosis αποτελούσαν ανέκαθεν μια δύναμη που πηγάζει ακριβώς από τον συνδυασμό της αναζήτησης με την επιτακτικότητα. Σε βαθμό τρομακτικό. Σε βαθμό που ξεπερνιέται κατά πολύ η έννοια και ο κυνισμός κάποιου δήθεν ρομαντισμού για την ακεραιότητα της τέχνης που τελικά καταλήγει σε βόλεμα και εύκολες λύσεις. Και δεν χρειάζεται κανείς να κοιτάξει καν την πορεία αυτών των ανθρώπων για να αντιληφθεί οτι αυτό δεν είναι βόλεμα, αλλά το άλλο άκρο. Αρκούσε η βίωση μιας εκτέλεσης οποιουδήποτε κομματιού την πέμπτη για να αντιληφθεί κανείς οτι μιλάμε για περίπτωση ανθρώπων που μετουσιώνουν όλον τον υπαρξισμό που βιώνουν, σε όλες του τις προεκτάσεις, στη μουσική. Και το κύμα αυτής ακριβώς της αναγκαιότητας ήταν που θα κάνει όποιον ρωτήσετε για τη συναυλία να πει οτι στο τέλος παραμίλαγε. Αυτό ήταν που έκανε το The Doorway να ακουστεί καλύτερα από οποιαδήποτε ηχογράφηση, στουντιακή ή live είναι ανθρωπίνως δυνατή και που με κάνει να μην θέλω να το ξανακούσω από τον δίσκο. Αυτό ήταν που με καθήλωσε σαν τίποτα όταν στο άκουσμα του At the Well το οποίο με είχε αφήσει μέχρι τότε αδιάφορο με άφησε με κάθαρση που έκανε ο,τιδήποτε άλλο εκείνη τη στιγμή ασήμαντο.
Αυτή η σχεδόν πανικόβλητη και φρενήρης επιτακτικότητα είναι που κάνει ένα σύνολο 5 ατόμων πάνω κάτω 25 χρόνια μετά τη δημιουργία του να παίζουν καλύτερα απ' όσο 5, 10, 20 χρόνια πριν, παρ' όλες τις συνθήκες που δεν “θα έπρεπε” να τους το επιτρέπουν. Και που μου διέλυσε ολοσχερώς οποιαδήποτε προκατάληψη ή αμφιβολία για το ποιόν τους ή για την καλλιτεχνική τους ισχύ. Γιατί τελικώς από αυτή τη δύναμη της αναγκαιότητας αντλείται αυτόματα και η υπερβατικότητα αυτού που ονομάζεται απλοϊκά “καλή σύνθεση”. Ναι, τεχνικά θα ακούσετε και από αλλού για ήχο κρύσταλλο, για απίστευτο playlist, για άψογη παρουσία ή ερμηνεία και εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Αλλά αυτά είναι απλά το κέλυφος γύρω από τον πυρήνα, ακόμα και αν τα βάζει κανείς (δικαίως) στα πάρα πολύ σημαντικά για ένα live. Η σχέση που συναύδει η επιτακτικότητα με την “καλή σύνθεση” όμως είναι και αυτή που όσο σεμνά ή μεγαλοπρεπώς και αν παρουσιάσεις το Έργο είναι που δημιουργεί ακριβώς αυτή την αίσθηση του μεταφυσικού. Και όπως στην περίπτωση που συζητάμε, όταν συνδυάζεται με την αναζήτηση, αφήνει αυτό που (δυστυχώς γραφικά ή σαρκαστικά πλέον) λέγεται Τέχνη.
Κείμενο: Ηρακλής Χιονίδης
Φωτογραφίες: Νίκος Παλαιολόγος
setlist
A Sun that Never Sets
Locust Star
At the Well
Distill
The Tide
Water Is Not Enough
My Heart For Deliverance
Bleeding the Pigs
The Doorway
Stones From the Sky
Universe 217 | AgnesVein
03 Jul 2014
Δύο αναγκαίες αλλά μη ικανές συνθήκες για την ουσιαστική καλλιτεχνική επιβίωση είναι η αναζήτηση και η επιτακτικότητα. Αναζήτηση ως εύρεση του καινούριου, εξερεύνηση ορίων, επανεφεύρεση. Επιτακτικότητα ως αναγκαιότητα έκφρασης, δημιουργίας και εύρεσης μιας άλλης γλώσσας και σημειολογίας για την συναισθηματική έκφραση.
Συμβαίνει πολλές φορές στην κρίση μου για ένα έργο να ξεχνάω την αλληλένδετη σύνδεση αυτών των δύο δίνοντας βάρος στο καινούριο με τρόπο που δυστυχώς δίνει χώρο στον κυνισμό, πράγμα που σε αντίθεση με έναν υγιή σκεπτικισμό, δημιουργεί αρνητικές προκαταλήψεις, αντιδράσεις και γενικότερα ανισόρροπη κρίση. Κάπως έτσι οι σκέψεις οι οποίες είχα πριν τη συναυλία ήταν ένας συνδυασμός άρνησης: Neurosis εν έτει 2014, δηλαδή λίγο πολύ 10 - 15 χρόνια από τη συνθετική τους κορύφωση, μετριότατος (κατ' εμέ) τελευταίος δίσκος, απουσία Graham, σημάδια συχνά μιλώντας ενός συγκροτήματος που έχει κάνει τον κύκλο του.
Ο κυνισμός αυτός ωστόσο αφήνει παράγοντες αρκετά σημαντικούς απ' έξω. Ένας μέτριος ή κακός δίσκος δεν διαγράφει μια ιστορία που αποτελείται από εκφραστικούς θριάμβους, 15 χρόνια δεν συνεπάγονται συναισθηματική και δημιουργική κενότητα, η απουσία οπτικού υλικού ακόμα και με τον ρόλο που έπαιζε δεν σημαίνει και την αφαίρεση της ουσίας της ακουστικής εμπειρίας. Προφανή πράγματα όταν τα βλέπω πια γραμμένα, αλλά όπως είπα απλά μερικές φορές ξεχνάς. Σημεία των καιρών, ίσως, απόηχοι κολλημένων αντιλήψεων, ίσως, σημεία προς επαναξιολόγηση, σίγουρα.
Οι Neurosis αποτελούσαν ανέκαθεν μια δύναμη που πηγάζει ακριβώς από τον συνδυασμό της αναζήτησης με την επιτακτικότητα. Σε βαθμό τρομακτικό. Σε βαθμό που ξεπερνιέται κατά πολύ η έννοια και ο κυνισμός κάποιου δήθεν ρομαντισμού για την ακεραιότητα της τέχνης που τελικά καταλήγει σε βόλεμα και εύκολες λύσεις. Και δεν χρειάζεται κανείς να κοιτάξει καν την πορεία αυτών των ανθρώπων για να αντιληφθεί οτι αυτό δεν είναι βόλεμα, αλλά το άλλο άκρο. Αρκούσε η βίωση μιας εκτέλεσης οποιουδήποτε κομματιού την πέμπτη για να αντιληφθεί κανείς οτι μιλάμε για περίπτωση ανθρώπων που μετουσιώνουν όλον τον υπαρξισμό που βιώνουν, σε όλες του τις προεκτάσεις, στη μουσική. Και το κύμα αυτής ακριβώς της αναγκαιότητας ήταν που θα κάνει όποιον ρωτήσετε για τη συναυλία να πει οτι στο τέλος παραμίλαγε. Αυτό ήταν που έκανε το The Doorway να ακουστεί καλύτερα από οποιαδήποτε ηχογράφηση, στουντιακή ή live είναι ανθρωπίνως δυνατή και που με κάνει να μην θέλω να το ξανακούσω από τον δίσκο. Αυτό ήταν που με καθήλωσε σαν τίποτα όταν στο άκουσμα του At the Well το οποίο με είχε αφήσει μέχρι τότε αδιάφορο με άφησε με κάθαρση που έκανε ο,τιδήποτε άλλο εκείνη τη στιγμή ασήμαντο.
Αυτή η σχεδόν πανικόβλητη και φρενήρης επιτακτικότητα είναι που κάνει ένα σύνολο 5 ατόμων πάνω κάτω 25 χρόνια μετά τη δημιουργία του να παίζουν καλύτερα απ' όσο 5, 10, 20 χρόνια πριν, παρ' όλες τις συνθήκες που δεν “θα έπρεπε” να τους το επιτρέπουν. Και που μου διέλυσε ολοσχερώς οποιαδήποτε προκατάληψη ή αμφιβολία για το ποιόν τους ή για την καλλιτεχνική τους ισχύ. Γιατί τελικώς από αυτή τη δύναμη της αναγκαιότητας αντλείται αυτόματα και η υπερβατικότητα αυτού που ονομάζεται απλοϊκά “καλή σύνθεση”. Ναι, τεχνικά θα ακούσετε και από αλλού για ήχο κρύσταλλο, για απίστευτο playlist, για άψογη παρουσία ή ερμηνεία και εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Αλλά αυτά είναι απλά το κέλυφος γύρω από τον πυρήνα, ακόμα και αν τα βάζει κανείς (δικαίως) στα πάρα πολύ σημαντικά για ένα live. Η σχέση που συναύδει η επιτακτικότητα με την “καλή σύνθεση” όμως είναι και αυτή που όσο σεμνά ή μεγαλοπρεπώς και αν παρουσιάσεις το Έργο είναι που δημιουργεί ακριβώς αυτή την αίσθηση του μεταφυσικού. Και όπως στην περίπτωση που συζητάμε, όταν συνδυάζεται με την αναζήτηση, αφήνει αυτό που (δυστυχώς γραφικά ή σαρκαστικά πλέον) λέγεται Τέχνη.
Κείμενο: Ηρακλής Χιονίδης
Φωτογραφίες: Νίκος Παλαιολόγος
setlist
A Sun that Never Sets
Locust Star
At the Well
Distill
The Tide
Water Is Not Enough
My Heart For Deliverance
Bleeding the Pigs
The Doorway
Stones From the Sky