Have A Nice Life - The Unnatural World (2014)
[Enemies List]
Πρώτη δημοσίευση στο Sawbiz.gr
Η αλήθεια είναι ότι περίμενα πολύ καιρό αυτό το album και σίγουρα δεν ήμουν ο μόνος. Το “Deathconsiousness”, 6 χρόνια πριν είχε αρπάξει από τον λαιμό όποιον αφέθηκε στο μουντό και ζοφερό κόσμο του. Ο Dan Barret και ο Tim Macuga με εκείνο το album κατάφεραν να σβήσουν κάθε φως και να αφήσουν ένα lo-fi, δυσοίωνο και κακόκεφο έργο με ξεκάθαρη την προσωπική τους σφραγίδα και μοναδικό στόχο να στοιχειώσει τις κατά μονάς ακροάσεις όσων έφταναν σε αυτό.
Οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες λοιπόν, εξάλλου έχουν κερδίσει το προνόμιο να συγκρίνονται μόνο με αυτό που οι ίδιοι έκαναν. Σαφώς λιγότερο ωμό από τον προκάτοχο του, το “The Unnatural World” ενώ κρατάει το γνώριμο, βυθισμένο στο σκοτάδι ύφος τους, κάνει ξεκάθαρο το ότι εκείνοι οι παράξενοι τύποι δεν πονάνε με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν 6 χρόνια πριν. Δεν ουρλιάζουν άναρθρα όπως τότε αλλά αφήνουν την πάντα πρόθυμη ντάμα, τη θλίψη, να τους μάθει τα βήματα αυτού του χορού. Νομίζω ότι αν κάποιος είχε αποφασίσει να συνδυάσει την αυτοκτονία του με την κυκλοφορία του καινούργιου Have A Nice Life album μάλλον θα το αναβάλλει.
Το “The Unnatural World” φυσικά και δεν είναι αισιόδοξο. Ούτε καν! Βαθιά αγχωτικό, κλειστοφοβικό, ζοφερό κτλ. Και πώς να μην είναι άλλωστε; “There’s nothing I can do to make it stop, It’s in my nature! It give me chills” (Defenstration Song). Οι Have A Nice Life είναι περισσότερο σκιές που έχουν βρεθεί στην άλλη πλευρά χωρίς φως και ελπίδα και από εκεί στέλνουν τις ιστορίες που είδαν. Είναι επίσης ένα από τα σημαντικότερα post-punk σχήματα. Σίγουρα το σημαντικότερο των καιρών μας και ίσως κυκλοφόρησαν το album της χρονιάς.
Αυτή την φορά κάνουν πιο abstract τον ήχο τους και πιο συμπαγείς τις δομές τους. Παρόλο που έχει πιο συγκεκριμένες δομές στα κομμάτια, ο ήχος του έχει μια πιο ambient λογική. Shoegaze και πάλι αλλά με περισσότερα layers που δημιουργούν ζαλισμένα drones. Θα έλεγα μάλιστα, ότι υπάρχουν λιγότερα κομμάτια, αλλά περισσότερα τραγούδια. Και τι τραγούδια! Το Defenstration Song που έρχεται αμέσως μετά το εναρκτήριο Guggenheim Wax Museum είναι ένας post-punk ύμνος με το μπάσο του Walked In Line (αυτό δεν είναι;) των Joy Division, καταδικασμένο να παίζει σε όποια εκπομπή θέλει να λέει ότι παίζει post-punk. Το φάντασμα των Joy Division πλανάται πάνω από κάθε δευτερόλεπτο του “The Unnatural World”. Το Burial Society με το πιάνο στην εισαγωγή φέρνει στο ύφος του Closer και έρχεται να σου θυμίσει ότι όταν ψάχνεις ανάμεσα σε σκοτεινόχρωμα εξώφυλλα ή συγκροτήματα με καταθλιπτικά ονόματα, το κάνεις γιατί χρειάζεσαι ένα τραγούδι για να ναι μαζί σου. Γιατί σου χουν γαμήσει τη ζωή. Ένα τραγούδι για όλα αυτά τα σκυλιά που σου κλέβουν την ζωή, μόνο και μόνο για να ταΐσουν την απληστία τους…”It isn’t real, but it feels real”.
Και προφανώς όλα είναι μάταια. “I’m the only one, sorry Lord” ακούγεται στο Music Will Untune the Sky του οποίου ο τίτλος υπόσχεται μάλλον περισσότερα από όσα καταφέρνει. Drone με μια κιθαριστική My Bloody Valentine παραζάλη, που δεν οδηγεί πουθενά (πιστό στον δρόμο που χάραξε δηλαδή).
Η εισαγωγή του Cropsey που ακολουθεί θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται σε κάποιο από τα δυο Giles Corey album που κυκλοφόρησε ο Dan Barret και περιέχει sample από το “Penhurst Conditions”, μια παραγωγή του 1968 από το NBC 10 (τοπικό κανάλι της Φιλαδέλφεια), γύρω από τις απάνθρωπες συνθήκες στο Penhurst State School (ίδρυμα για πνευματικά ασθενείς, επιληπτικούς κτλ), ενώ το Unholy Life θα μπορούσε να είναι μια industrial διασκευή σε Joy Division (πάλι) αλλά όχι όπως θα την έκαναν για παράδειγμα οι Nine Inch Nails.
Τα δυο τελευταία κομμάτια του άλμπουμ είναι κατά τη γνώμη μου, τα δυο καλύτερά του.
Πρώτα, το δυσβάσταχτο Dan and Tim Reunited by Fate που ανοίγει με την παραδοχή: “I feel so designed, so made to know” στο οποίο έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με την απολυτότητα ενός μανιοκαταθλιπτικού, κάποιου που γνωρίζει πως τίποτα δεν είναι πιο σίγουρο από την αποτυχία, την απόλυτη ματαιότητα. Που γνωρίζει πως δεν υπάρχει τίποτα πιο αγνό αλλά και πιο παγωμένο από την οριστική παραίτηση και καλεί για κάποιον “όπως δεν το έκανε ποτέ κανένας άλλος.
Μια επαναλαμβανόμενη κλειστοφοβική μπασογραμμή που οδηγεί το κομμάτι, μαζί με τα θορυβώδη πλήκτρα που κυριεύουν τον χώρο μέχρι να έρθει η διάψευση όλων των παραπάνω: “We don't know anything!”. Από εκεί και πέρα αφήνεσαι στο ζαλισμένο drone τελείωμα με τις παραμορφωμένες κιθάρες και τα ηλεκτρονικά, που κόβουν ταχύτητα και προετοιμάζουν για την πτώση που ακολουθεί.
Το Emptiness Will Eat the Witch, κατατονικό και ρευστό, στα 8 και πλέον λεπτά της διάρκειάς του, προσφέρει μια αίσθηση συντριβής σαν και αυτή που απλόχερα προσέφερε πριν 6 χρόνια ένα Hunter, αλλά με ένα διαφορετικό τρόπο αυτή τη φορά. Αργόσυρτο, χωρίς τύμπανα, δε νομίζω ότι αποτελεί επίλογο του album, αλλά μάλλον μια αυτόνομη ελεγεία για το μάταιο.
Βαθύ και θερμό (για μια και μόνη φορά σε αυτό το album) και οριστικό, σε αφήνει μουδιασμένο, με μια αίσθηση στέρησης. Σα να έχασες κάτι με το που ακούστηκε και η τελευταία του νότα. Μια αίσθηση που προσωπικά μόνο στους τρισμέγιστους Coil του Ape of Naples έχω ξανασυναντήσει.
“No matter how hard I try, I’ll never reach the speed of life / No matter how much I write, you’ll never read a single line / Oh well / Who am I to point it out? / You are no one”. Έπος!
Λες να κατάφεραν να ξεπεράσουν και εκείνο το “Deathconsciousness” τελικά;
[Enemies List]
Πρώτη δημοσίευση στο Sawbiz.gr
Η αλήθεια είναι ότι περίμενα πολύ καιρό αυτό το album και σίγουρα δεν ήμουν ο μόνος. Το “Deathconsiousness”, 6 χρόνια πριν είχε αρπάξει από τον λαιμό όποιον αφέθηκε στο μουντό και ζοφερό κόσμο του. Ο Dan Barret και ο Tim Macuga με εκείνο το album κατάφεραν να σβήσουν κάθε φως και να αφήσουν ένα lo-fi, δυσοίωνο και κακόκεφο έργο με ξεκάθαρη την προσωπική τους σφραγίδα και μοναδικό στόχο να στοιχειώσει τις κατά μονάς ακροάσεις όσων έφταναν σε αυτό.
Οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες λοιπόν, εξάλλου έχουν κερδίσει το προνόμιο να συγκρίνονται μόνο με αυτό που οι ίδιοι έκαναν. Σαφώς λιγότερο ωμό από τον προκάτοχο του, το “The Unnatural World” ενώ κρατάει το γνώριμο, βυθισμένο στο σκοτάδι ύφος τους, κάνει ξεκάθαρο το ότι εκείνοι οι παράξενοι τύποι δεν πονάνε με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν 6 χρόνια πριν. Δεν ουρλιάζουν άναρθρα όπως τότε αλλά αφήνουν την πάντα πρόθυμη ντάμα, τη θλίψη, να τους μάθει τα βήματα αυτού του χορού. Νομίζω ότι αν κάποιος είχε αποφασίσει να συνδυάσει την αυτοκτονία του με την κυκλοφορία του καινούργιου Have A Nice Life album μάλλον θα το αναβάλλει.
Το “The Unnatural World” φυσικά και δεν είναι αισιόδοξο. Ούτε καν! Βαθιά αγχωτικό, κλειστοφοβικό, ζοφερό κτλ. Και πώς να μην είναι άλλωστε; “There’s nothing I can do to make it stop, It’s in my nature! It give me chills” (Defenstration Song). Οι Have A Nice Life είναι περισσότερο σκιές που έχουν βρεθεί στην άλλη πλευρά χωρίς φως και ελπίδα και από εκεί στέλνουν τις ιστορίες που είδαν. Είναι επίσης ένα από τα σημαντικότερα post-punk σχήματα. Σίγουρα το σημαντικότερο των καιρών μας και ίσως κυκλοφόρησαν το album της χρονιάς.
Αυτή την φορά κάνουν πιο abstract τον ήχο τους και πιο συμπαγείς τις δομές τους. Παρόλο που έχει πιο συγκεκριμένες δομές στα κομμάτια, ο ήχος του έχει μια πιο ambient λογική. Shoegaze και πάλι αλλά με περισσότερα layers που δημιουργούν ζαλισμένα drones. Θα έλεγα μάλιστα, ότι υπάρχουν λιγότερα κομμάτια, αλλά περισσότερα τραγούδια. Και τι τραγούδια! Το Defenstration Song που έρχεται αμέσως μετά το εναρκτήριο Guggenheim Wax Museum είναι ένας post-punk ύμνος με το μπάσο του Walked In Line (αυτό δεν είναι;) των Joy Division, καταδικασμένο να παίζει σε όποια εκπομπή θέλει να λέει ότι παίζει post-punk. Το φάντασμα των Joy Division πλανάται πάνω από κάθε δευτερόλεπτο του “The Unnatural World”. Το Burial Society με το πιάνο στην εισαγωγή φέρνει στο ύφος του Closer και έρχεται να σου θυμίσει ότι όταν ψάχνεις ανάμεσα σε σκοτεινόχρωμα εξώφυλλα ή συγκροτήματα με καταθλιπτικά ονόματα, το κάνεις γιατί χρειάζεσαι ένα τραγούδι για να ναι μαζί σου. Γιατί σου χουν γαμήσει τη ζωή. Ένα τραγούδι για όλα αυτά τα σκυλιά που σου κλέβουν την ζωή, μόνο και μόνο για να ταΐσουν την απληστία τους…”It isn’t real, but it feels real”.
Και προφανώς όλα είναι μάταια. “I’m the only one, sorry Lord” ακούγεται στο Music Will Untune the Sky του οποίου ο τίτλος υπόσχεται μάλλον περισσότερα από όσα καταφέρνει. Drone με μια κιθαριστική My Bloody Valentine παραζάλη, που δεν οδηγεί πουθενά (πιστό στον δρόμο που χάραξε δηλαδή).
Η εισαγωγή του Cropsey που ακολουθεί θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται σε κάποιο από τα δυο Giles Corey album που κυκλοφόρησε ο Dan Barret και περιέχει sample από το “Penhurst Conditions”, μια παραγωγή του 1968 από το NBC 10 (τοπικό κανάλι της Φιλαδέλφεια), γύρω από τις απάνθρωπες συνθήκες στο Penhurst State School (ίδρυμα για πνευματικά ασθενείς, επιληπτικούς κτλ), ενώ το Unholy Life θα μπορούσε να είναι μια industrial διασκευή σε Joy Division (πάλι) αλλά όχι όπως θα την έκαναν για παράδειγμα οι Nine Inch Nails.
Τα δυο τελευταία κομμάτια του άλμπουμ είναι κατά τη γνώμη μου, τα δυο καλύτερά του.
Πρώτα, το δυσβάσταχτο Dan and Tim Reunited by Fate που ανοίγει με την παραδοχή: “I feel so designed, so made to know” στο οποίο έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με την απολυτότητα ενός μανιοκαταθλιπτικού, κάποιου που γνωρίζει πως τίποτα δεν είναι πιο σίγουρο από την αποτυχία, την απόλυτη ματαιότητα. Που γνωρίζει πως δεν υπάρχει τίποτα πιο αγνό αλλά και πιο παγωμένο από την οριστική παραίτηση και καλεί για κάποιον “όπως δεν το έκανε ποτέ κανένας άλλος.
Μια επαναλαμβανόμενη κλειστοφοβική μπασογραμμή που οδηγεί το κομμάτι, μαζί με τα θορυβώδη πλήκτρα που κυριεύουν τον χώρο μέχρι να έρθει η διάψευση όλων των παραπάνω: “We don't know anything!”. Από εκεί και πέρα αφήνεσαι στο ζαλισμένο drone τελείωμα με τις παραμορφωμένες κιθάρες και τα ηλεκτρονικά, που κόβουν ταχύτητα και προετοιμάζουν για την πτώση που ακολουθεί.
Το Emptiness Will Eat the Witch, κατατονικό και ρευστό, στα 8 και πλέον λεπτά της διάρκειάς του, προσφέρει μια αίσθηση συντριβής σαν και αυτή που απλόχερα προσέφερε πριν 6 χρόνια ένα Hunter, αλλά με ένα διαφορετικό τρόπο αυτή τη φορά. Αργόσυρτο, χωρίς τύμπανα, δε νομίζω ότι αποτελεί επίλογο του album, αλλά μάλλον μια αυτόνομη ελεγεία για το μάταιο.
Βαθύ και θερμό (για μια και μόνη φορά σε αυτό το album) και οριστικό, σε αφήνει μουδιασμένο, με μια αίσθηση στέρησης. Σα να έχασες κάτι με το που ακούστηκε και η τελευταία του νότα. Μια αίσθηση που προσωπικά μόνο στους τρισμέγιστους Coil του Ape of Naples έχω ξανασυναντήσει.
“No matter how hard I try, I’ll never reach the speed of life / No matter how much I write, you’ll never read a single line / Oh well / Who am I to point it out? / You are no one”. Έπος!
Λες να κατάφεραν να ξεπεράσουν και εκείνο το “Deathconsciousness” τελικά;