Bark Psychosis - ///Codename: Dustsucker (2004)
[Fire]
Πρώτη δημοσίευση στο Blog Underside Urban Fiction
Οι Βρετανοί Bark Psychosis είναι η μπάντα για την οποία χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά ο χαρακτηρισμός post-rock. Ήταν το 1994 για το album τους “Hex”. Ωστόσο πάντα θεωρούσα ότι η ομολογουμένως πειραματική μουσική τους, θα ήταν πιο εύστοχο να χαρακτηριστεί art pop. Ευρύς όρος και με δυσδιάκριτα σύνορα, όμως πως αλλιώς να περιγράψεις μια μουσική που ενσωματώνει στοιχεία dream pop, όπως τη γνωρίσαμε στα 80s κυρίως μέσω της θρυλικής 4AD, νεορομαντικά στοιχεία στα χνάρια των Japan και των ύστερων Talk Talk, αλλά και shoegaze νύξεις από τον ζαχαρωμένο κόσμο των My Bloody Valentine ή την κιθαριστική ευδαιμονία των Ride; Χρήση διαφόρων ήχων/θορύβων στο background που δημιουργεί ένα ambient υπόστρωμα, μια jazzy αίσθηση στα τύμπανα και απουσία κλασσικής κουπλέ-ρεφραίν δομής (κάτι που είναι κανόνας στο post-rock, αλλά μάλλον ένα από τα λίγα πράγματα που τους συνδέουν με το μουσικό είδος αυτό -τουλάχιστον, με το τι σήμερα αποκαλείται post-rock). Εξάλλου οι Bark Psychosis δεν χαρακτηρίζονται από το soft vs loud στυλ που ακολουθήθηκε κατά κόρον από τις μπάντες στο post-rock.
Τους πήρε 10 ολόκληρα χρόνια για να βγάλουν το δεύτερο τους album, το album που διαδέχθηκε το εξαιρετικό “Hex” του '94. Το αποτέλεσμα τους δικαιώνει κατά την γνώμη μου, καθώς το “///Codename: Dustsucker” είναι τουλάχιστον αντάξιο του φημισμένου προκατόχού του.
Το album είναι ένα λαμπρό παράδειγμα εκλεπτυσμένης pop και ευαίσθητης shoegaze. Το “From What Is Said to When It's Read” ανοίγει το album νωχελικά με τα τύμπανα στο βάθος , οι κιθάρες ακούγονται σαν οι χορδές τους να έχουν βυθιστεί στο μέλι και το wah pedal λογικά πρέπει να είναι ένα ορθογώνιο ζαχαρωτό . Τα φωνητικά του Graham Sutton κάνουν την ατμόσφαιρα ακόμα πιο γλυκά νυσταγμένη, τουλάχιστον μέχρι το 3.51 που για λίγα δευτερόλεπτα, λευκός θόρυβος ξεχύνεται από τα ηχεία σε μια από τις λίγες φορές στην ακρόαση του album.
“Ι have stood on the shore of a strange land/ With my back to the wind on the Black Sand/ I can feel you breathe/ Watch me mouthing the words/ And I wonder/ Where you are now?/ Take me down/ Love's gone/ Trees are ahead/ One for you one for me/ The banks were steep but the road was free/ And you know/ Your feelings start to slow over”. Ακούγεται χαμηλόφωνα από το μικρόφωνο στο “The Black Meat” που ακολουθεί, ενώ τρομπέτες, πιάνο και τύμπανα στήνουν μια laid back jazz-ιστική σεκάνς που διακόπτεται μάλλον απότομα, ξεκινώντας ένα καινούργιο μελαγχολικό jam-αρισμα με τρομπέτα και πλήκτρα, που απλώνονται στον χώρο μέχρι να χαθούν στο reverb, κάπου μακριά...
Το “Miss Abuse” έρχεται να ανατρέψει λίγο τα δεδομένα με τη μονότονη ανάπτυξη του. Με ένα massive attack μπάσο που ενώ περιμένεις να μπει στο επόμενο μέτρο, αυτό δεν μπαίνει ποτέ για να αναλάβει το κύριο ρόλο στο κομμάτι. Ούτε καν όταν μετά από μια εντελώς abstract διακοπή μπαίνει στο δεύτερο μέρος με μια -πιο Sonic Youth δεν γίνεται- κιθαριστική πρόζα και φτάνει μέχρι το τέλος με ένα αλλόκοτο και θολό synth drive.
Μετά από το πειραματικό “Miss Abuse” έρχεται το καλύτερο κομμάτι του album κατά την γνώμη μου. Το “400 Winters” με τα γλυκύτατα φωνητικά της Anja Buechele και την jazz παραζάλη του είναι ένα κομψοτέχνημα και ένας ύμνος στην προσμονή. “400 Winters/ Never count/ Sleep never rusts/ A final sign of things to come you cannot lay your hand upon/ It's one year more”
Μετά την σύντομη παρέμβαση του “Dr. Innocuous/Ketamoid” το οποίο είναι ένα θορυβώδες ιντερλούδιο ακολουθεί το “Burning the City” ενώ τα επόμενα τραγούδια διαφοροποιούνται αρκετά. Το “Inqb8tr” με τον πειραματικό του χαρακτήρα(θυμίζει λίγο την παρέα του κύριου John McEntire) αλλά και το “Shapesifting” με την φωνή της Rachel Dreyer και το υπέροχο organ που κινείται σε κάπως πιο γρήγορο tempo και ξεσπά με ένα άναρχο, θορυβώδες σόλο κιθάρας.
Το “///Codename: Dustsucker” τελειώνει με το μινιμαλιστικό μεγαλείο του “Rose”, όπου μια κιθάρα , τα πλήκτρα και μια γυναικεία φωνή που επαναλαμβάνει “vertreaue mir” (εμπιστέψου με στα Γερμανικά) αφήνουν τον ακροατή σαν σε όνειρο...
Πραγματικά αγαπημένο album, ανεπιφύλακτα προτεινόμενο.
[Fire]
Πρώτη δημοσίευση στο Blog Underside Urban Fiction
Οι Βρετανοί Bark Psychosis είναι η μπάντα για την οποία χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά ο χαρακτηρισμός post-rock. Ήταν το 1994 για το album τους “Hex”. Ωστόσο πάντα θεωρούσα ότι η ομολογουμένως πειραματική μουσική τους, θα ήταν πιο εύστοχο να χαρακτηριστεί art pop. Ευρύς όρος και με δυσδιάκριτα σύνορα, όμως πως αλλιώς να περιγράψεις μια μουσική που ενσωματώνει στοιχεία dream pop, όπως τη γνωρίσαμε στα 80s κυρίως μέσω της θρυλικής 4AD, νεορομαντικά στοιχεία στα χνάρια των Japan και των ύστερων Talk Talk, αλλά και shoegaze νύξεις από τον ζαχαρωμένο κόσμο των My Bloody Valentine ή την κιθαριστική ευδαιμονία των Ride; Χρήση διαφόρων ήχων/θορύβων στο background που δημιουργεί ένα ambient υπόστρωμα, μια jazzy αίσθηση στα τύμπανα και απουσία κλασσικής κουπλέ-ρεφραίν δομής (κάτι που είναι κανόνας στο post-rock, αλλά μάλλον ένα από τα λίγα πράγματα που τους συνδέουν με το μουσικό είδος αυτό -τουλάχιστον, με το τι σήμερα αποκαλείται post-rock). Εξάλλου οι Bark Psychosis δεν χαρακτηρίζονται από το soft vs loud στυλ που ακολουθήθηκε κατά κόρον από τις μπάντες στο post-rock.
Τους πήρε 10 ολόκληρα χρόνια για να βγάλουν το δεύτερο τους album, το album που διαδέχθηκε το εξαιρετικό “Hex” του '94. Το αποτέλεσμα τους δικαιώνει κατά την γνώμη μου, καθώς το “///Codename: Dustsucker” είναι τουλάχιστον αντάξιο του φημισμένου προκατόχού του.
Το album είναι ένα λαμπρό παράδειγμα εκλεπτυσμένης pop και ευαίσθητης shoegaze. Το “From What Is Said to When It's Read” ανοίγει το album νωχελικά με τα τύμπανα στο βάθος , οι κιθάρες ακούγονται σαν οι χορδές τους να έχουν βυθιστεί στο μέλι και το wah pedal λογικά πρέπει να είναι ένα ορθογώνιο ζαχαρωτό . Τα φωνητικά του Graham Sutton κάνουν την ατμόσφαιρα ακόμα πιο γλυκά νυσταγμένη, τουλάχιστον μέχρι το 3.51 που για λίγα δευτερόλεπτα, λευκός θόρυβος ξεχύνεται από τα ηχεία σε μια από τις λίγες φορές στην ακρόαση του album.
“Ι have stood on the shore of a strange land/ With my back to the wind on the Black Sand/ I can feel you breathe/ Watch me mouthing the words/ And I wonder/ Where you are now?/ Take me down/ Love's gone/ Trees are ahead/ One for you one for me/ The banks were steep but the road was free/ And you know/ Your feelings start to slow over”. Ακούγεται χαμηλόφωνα από το μικρόφωνο στο “The Black Meat” που ακολουθεί, ενώ τρομπέτες, πιάνο και τύμπανα στήνουν μια laid back jazz-ιστική σεκάνς που διακόπτεται μάλλον απότομα, ξεκινώντας ένα καινούργιο μελαγχολικό jam-αρισμα με τρομπέτα και πλήκτρα, που απλώνονται στον χώρο μέχρι να χαθούν στο reverb, κάπου μακριά...
Το “Miss Abuse” έρχεται να ανατρέψει λίγο τα δεδομένα με τη μονότονη ανάπτυξη του. Με ένα massive attack μπάσο που ενώ περιμένεις να μπει στο επόμενο μέτρο, αυτό δεν μπαίνει ποτέ για να αναλάβει το κύριο ρόλο στο κομμάτι. Ούτε καν όταν μετά από μια εντελώς abstract διακοπή μπαίνει στο δεύτερο μέρος με μια -πιο Sonic Youth δεν γίνεται- κιθαριστική πρόζα και φτάνει μέχρι το τέλος με ένα αλλόκοτο και θολό synth drive.
Μετά από το πειραματικό “Miss Abuse” έρχεται το καλύτερο κομμάτι του album κατά την γνώμη μου. Το “400 Winters” με τα γλυκύτατα φωνητικά της Anja Buechele και την jazz παραζάλη του είναι ένα κομψοτέχνημα και ένας ύμνος στην προσμονή. “400 Winters/ Never count/ Sleep never rusts/ A final sign of things to come you cannot lay your hand upon/ It's one year more”
Μετά την σύντομη παρέμβαση του “Dr. Innocuous/Ketamoid” το οποίο είναι ένα θορυβώδες ιντερλούδιο ακολουθεί το “Burning the City” ενώ τα επόμενα τραγούδια διαφοροποιούνται αρκετά. Το “Inqb8tr” με τον πειραματικό του χαρακτήρα(θυμίζει λίγο την παρέα του κύριου John McEntire) αλλά και το “Shapesifting” με την φωνή της Rachel Dreyer και το υπέροχο organ που κινείται σε κάπως πιο γρήγορο tempo και ξεσπά με ένα άναρχο, θορυβώδες σόλο κιθάρας.
Το “///Codename: Dustsucker” τελειώνει με το μινιμαλιστικό μεγαλείο του “Rose”, όπου μια κιθάρα , τα πλήκτρα και μια γυναικεία φωνή που επαναλαμβάνει “vertreaue mir” (εμπιστέψου με στα Γερμανικά) αφήνουν τον ακροατή σαν σε όνειρο...
Πραγματικά αγαπημένο album, ανεπιφύλακτα προτεινόμενο.